πολύσπλαγχνος

πολύσπλαγχνος
πολύσπλαγχνος, ον pert. to a very high degree of affection and compassion for someone, sympathetic, compassionate, merciful (cp. prec. entry; Clem. Alex., Quis Div. Salv. 39, 6; AcThom 119 [Aa II/2 p. 229, 11f]) of God (cp. πολυέλεος Ps 102:8) Js 5:11; Hm 4, 3, 5; Hs 5, 7, 4.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύσπλαγχνος — of great mercy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύσπλαγχνος — ον, ΜΑ πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό σπλαγχνος] …   Dictionary of Greek

  • πολυσπλάγχνῳ — πολύσπλαγχνος of great mercy masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυσπλαγχνία — ἡ, ΜΑ [πολύσπλαγχνος] πολλή, μεγάλη ευσπλαγχία …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԳՈՒԹ — ( ) NBH 1 403 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ա. πολύσπλαγχνος valde misericors Որոյ գութն է բազում. բազումողորմ. բարեգութ. ազնուագութ. շատ գթած. *Բազմագութ է տէր, եւ ողորմած: Յկ. ՟Է. 11: *Բազագութ ասէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”